Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυντήρ — ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ) (για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα τήρ (πρβλ. ξυραν τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀξυντῆρα — ὀξυντήρ sharpener masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)